- αποβατικός
- η , ό[ν] десантный;
αποβατική επιχείρηση — десантная операция;
αποβατικό άγημα — десант, десантный отряд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποβατική επιχείρηση — десантная операция;
αποβατικό άγημα — десант, десантный отряд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποβατικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβατικός — ή, ό (Μ ἀποβατικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την απόβαση ή ο κατάλληλος γι αυτήν («αποβατικά σκάφη, δυνάμεις, επιχειρήσεις») μσν. αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο κατάλληλος γι αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποβαίνω. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία… … Dictionary of Greek
αποβατικός — ή, ό κατάλληλος για απόβαση, αυτός που σχετίζεται με την απόβαση: Η αποβατική επιχείρηση πέτυχε, αλλά οι απώλειες ήταν μεγάλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποβατικοί — ἀποβατικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβάτης — Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν… … Dictionary of Greek